罄 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

罄 ελληνικός ορισμός

qìng

  • to use up
  • to exhaust
  • empty

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : γιορτάζω
  • : 𠩵
  • : (stone);
  • : chime stones, ancient percussion instrument made of stone or jade pieces hung in a row and struck as a xylophone;
  • : to draw a bamboo bow or crossbow;