罔 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

罔 ελληνικός ορισμός

wǎng

  • to deceive
  • there is none
  • old variant of 網|网[wang3]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά