罗
Απλοποιημένος χαρακτήρας
羅
Παραδοσιακός χαρακτήρας
罗 ελληνικός ορισμός
luó
- gauze
- to collect
- to gather
- to catch
- to sift
luó
- gauze
- to collect
- to gather
- to catch
- to sift