罢
罷
罢 ελληνικός ορισμός
bà
- να σταματήσει
bà
- να σταματήσει
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 罢, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 罢工 (bà gōng) : απεργία