翁 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

翁 ελληνικός ορισμός

wēng

  • elderly man
  • father
  • father-in-law
  • neck feathers of a bird (old)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (onom.) buzz; hum; drone;
  • : shovel; spade; -onium (chemistry);
  • : flycatcher (bird);