肯 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

肯 ελληνικός ορισμός

kěn

  • γνώση

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : δάγκωμα
  • : to reclaim (land); to cultivate;
  • : ειλικρινής

Παραδείγματα ποινών με 肯

  • 我五点以前肯定会回来。
    Wǒ wǔ diǎn yǐqián kěndìng huì huílái.

Λέξεις που περιέχουν 肯, ανά επίπεδο HSK