舷 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

舷 ελληνικός ορισμός

xián

  • side of a ship or an aircraft

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : αλμυρός
  • : elegant; refined; to be skilled at;
  • : αντιπάθεια
  • : σειρά
  • : composed, contented;
  • : to pull out (esp. hair or feathers); to pick; to pluck; fig. to extract (lines from a text);
  • : saliva;
  • : epilepsy; insanity;
  • : millipede;
  • : τίτλος
  • : to bring into accord; sincerity;
  • : ενάρετος
  • : αδρανής
  • : silver pheasant (Phasianus nycthemerus); silver pheasant badge worn by civil officials of the 5th grade;