艇
艇 ελληνικός ορισμός
tǐng
- σκάφος
tǐng
- σκάφος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 艇, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 舰艇 (jiàn tǐng) : πλοίο