苊
苊 ελληνικός ορισμός
è
- ακεναφθένη
è
- ακεναφθένη
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 㖾 : 𤍾
- 厄 : distressed;
- 呃 : ω
- 咢 : κτύπησε ένα τύμπανο
- 咹 : 咹
- 噩 : καταπληκτικός
- 垩 : κιμωλία
- 堨 : φράγμα
- 堮 : 堮
- 崿 : γκρεμός
- 嶭 : 嶭
- 恶 : κακό
- 悪 : δυσφορία
- 愕 : τρομαγμένος
- 扼 : πνιγομαι
- 掠 : λεηλασία
- 枙 : xi
- 略 : ελαφρώς
- 腭 : ουρανίσκος
- 萼 : κάλυκας
- 詻 : 詻
- 谔 : εσείς
- 轭 : ζυγός
- 遏 : να σταματήσει
- 鄂 : χουμπέι
- 锷 : 锷
- 阏 : κλειστός
- 阨 : κακό
- 頞 : νυχτερίδα
- 颚 : σαγόνι
- 餩 : κακό
- 饿 : πεινασμένος
- 鳄 : κροκόδειλος
- 鹗 : ψαραετός