莽 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

莽 ελληνικός ορισμός

mǎng

  • thick weeds
  • luxuriant growth
  • Illicium anisatum, a shrub with poisonous leaves
  • impertinent

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : vast; expansive (of water);
  • : rank grass; overgrown weeds;
  • : python;