藨
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            藨 ελληνικός ορισμός
        
            biāo
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - ρίβες
biāo
- ρίβες
