袒 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

袒 ελληνικός ορισμός

tǎn

  • to bare

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : sound of many people eating;
  • : ηλιοκαμένος
  • : nervous;
  • : κουβέρτα
  • : sacrifice at the end of mourning;
  • : Miscanthus sacchariflorus (Amur silvergrass); Miscanthus sinensis (feather grass);
  • : pay an advance; silk book cover;
  • : brine of pickled meat;
  • : tantalum (chemistry);