裨
裨 ελληνικός ορισμός
bì
- όφελος
bì
- όφελος
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 㡀 : 夲
- 咇 : ναι
- 哔 : μπιπ
- 坒 : τσιτσίρισμα
- 壁 : τείχος
- 奰 : 奰
- 婢 : σκλάβος
- 嬖 : αγαπημένη
- 币 : νόμισμα
- 庇 : καταφύγιο
- 庳 : 庳
- 弊 : μειονέκτημα
- 弼 : μουτ
- 必 : πρέπει
- 怭 : επιπόλαιος
- 愊 : μελαγχολία
- 愎 : πεισματάρης
- 敝 : μας
- 柲 : τιάο
- 梐 : πάταγος
- 楅 : 楅
- 毕 : πλήρης
- 毖 : λιποθυμία
- 毙 : βλαστός
- 湢 : δημόσια λουτρά
- 滗 : αποσταλάζω
- 濞 : μπι
- 煏 : σεν
- 狴 : φυλακή
- 珌 : τζου
- 璧 : μπι
- 畀 : to confer on; to give to;
- 畢 : complete
- 痹 : παράλυση
- 皕 : 皕
- 睥 : κοιτάξτε
- 碧 : green jade; bluish green; blue; jade;
- 筚 : λυγαριά
- 篦 : σχάρα
- 臂 : μπράτσο
- 苾 : φου
- 荜 : μακρύς
- 萆 : καστορέλαιο
- 蓖 : κάστορας
- 蔽 : ασπίδα
- 薜 : κλαδάκι
- 襞 : πτυχή
- 觱 : πυρετός
- 诐 : συκοφαντία
- 賁 : Ben
- 跸 : παραπάτημα
- 躄 : κουτσός
- 避 : αποφύγει
- 鎞 : 鎞
- 铋 : βισμούθιο
- 閟 : 閟
- 闭 : κλείσε
- 陛 : μεγαλείο
- 飶 : 飶
- 馝 : μυρωδιά
- 駜 : 駜
- 驆 : λι
- 髀 : μήρος
- 鷩 : σι