裸 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

裸 ελληνικός ορισμός

luǒ

  • naked

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : scrofula; tuberculosis of glands;
  • : a heap; pile (of rocks);
  • : fruit of plants (not of trees);
  • : solitary wasp;