裹
裹 ελληνικός ορισμός
guǒ
- κάλυμμα
guǒ
- κάλυμμα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 裹, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 包裹 (bāo guǒ) : πακέτο