豻
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            豻 ελληνικός ορισμός
        
            àn
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - φυλακή
àn
- φυλακή
