贶 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

贶 ελληνικός ορισμός

kuàng

  • to bestow
  • to confer

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : κατάσταση
  • : tomb;
  • : ανοιξε
  • : τροχιά
  • : δικος μου
  • : fine floss-silk or cotton;
  • : fine floss-silk or cotton;
  • : Japanese variant of 礦|矿;