赈 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

赈 ελληνικός ορισμός

zhèn

  • to provide relief
  • to aid

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : furrow in field; small drainage;
  • : δονώ
  • : to hit; to thrust;
  • : I; we (imperial use); subtle;
  • : pupil;
  • : πόλη
  • : πίνακας
  • : αποπληξία
  • : legendary bird whose feathers can be used as poison; poisonous; to poison sb;