赉 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

赉 ελληνικός ορισμός

lài

  • to bestow
  • to confer

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (modal particle similar to 呢[ne5] or 啦[la1]);
  • : name of a river; rushing of water;
  • : Japanese variant of 瀨|濑;
  • : scabies; skin disease;
  • : to glance; to look askance at;
  • : a sound; a noise; musical pipe with 3 reeds;
  • : (fragrant labiate plant);
  • : rely
  • : βασίζομαι