赙
賻
赙 ελληνικός ορισμός
fù
- 赙
fù
- 赙
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 付 : πληρωμή
- 偩 : μοιάζω
- 傅 : φου
- 副 : μέγγενη
- 咐 : σειρά
- 复 : συγκρότημα
- 妇 : γυναίκα
- 嬔 : μπλόφα
- 富 : πλούσιος
- 復 : complex
- 父 : πατέρας
- 祔 : λατρεύω τους προγόνους
- 缚 : δένω
- 腹 : κοιλιά
- 蚹 : σκουλήκι
- 蝮 : δηλητηριώδες φίδι
- 覆 : κάλυμμα
- 讣 : νεκρολογία
- 負 : negative
- 负 : αρνητικός
- 赋 : προικίζω
- 赴 : πηγαίνω
- 輹 : ελια δερματος
- 阜 : φου
- 阝 : 䒑
- 附 : συνημμένο
- 馥 : φου
- 驸 : prince consort
- 鲋 : ασημένιος κυπρίνος
- 鳆 : είδος μικρού κυπρίνου