赸 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

赸 ελληνικός ορισμός

shàn

  • to jump
  • to leave

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : river in Zhejiang;
  • : καλός
  • : level spot for sacrifices;
  • : changes and succession;
  • : ανεμιστήρας
  • : easy; quiet;
  • : to cut down; mow;
  • : καλός σε
  • : bamboo fish trap; used in names of places connected with Shantou 汕頭|汕头[Shan4 tou2];
  • : hernia;
  • : to repair; to mend; to rewrite; to transcribe;
  • : meals;
  • : earthworm;
  • : to beguile; to cajole;
  • : archaic variant of 善[shan4];
  • : to mock; to ridicule; to slander;
  • : to support; to provide for;
  • : name of a district in Xinjiang;
  • : to geld;
  • : Chinese yellow eel;