踵 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

踵 ελληνικός ορισμός

zhǒng

  • to arrive
  • to follow
  • heel

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : mound; burial mound; senior (i.e. eldest child or senior in rank);
  • : swell;
  • : είδος
  • : πρησμένος