踹
Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
踹 ελληνικός ορισμός
chuài
- λάκτισμα
chuài
- λάκτισμα
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 嘬 : ρουφώ