蹡 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

蹡 ελληνικός ορισμός

qiāng

(manner of walking)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to choke (because of swallowing the wrong way);
  • : to kill; to injure; Taiwan pr. [qiang2];
  • : contrary; pushing against; bump; knock; used as equivalent for 搶|抢[qiang1];
  • : axe;
  • : όπλο
  • : (wooden mus. instr.);
  • : to walk rapidly;
  • : (onom.) tinkling of gems;
  • : Qiang ethnic group of northwestern Sichuan; surname Qiang;
  • : κοιλότητα
  • : dung beetle;
  • : walk rapidly;
  • : the color of a mineral;
  • : tinkling of small bells;
  • : sulfuric acid;