轗 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

轗 ελληνικός ορισμός

kǎn

  • to be unable to reach one's aim
  • to be full of misfortune

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : καν
  • : pit; threshold; one of the Eight Trigrams 八卦[ba1 gua4], symbolizing water; ☵;
  • 欿 : discontented with oneself;
  • : unsatisfied (of eating);
  • : τομή
  • : camphane C10H18;
  • : yellow;