逛 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

逛 ελληνικός ορισμός

guàng

  • επίσκεψη

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : απογοητευμένοι

Λέξεις που περιέχουν 逛, ανά επίπεδο HSK