钻
鑽
钻 ελληνικός ορισμός
zuān
- τρυπάνι
zuān
- τρυπάνι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 躜 : to jump;
Λέξεις που περιέχουν 钻, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 钻研 (zuān yán) : εμβάθυνε
- 钻石 (zuàn shí) : διαμάντι