開 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 開 ελληνικός ορισμός kāi open Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 开 : άνοιξε 揩 : to wipe; 锎 : californium (chemistry); 軍 炏