闯
闖
闯 ελληνικός ορισμός
chuǎng
- βιασύνη
chuǎng
- βιασύνη
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 闯, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
闯 (chuǎng): βιασύνη
-