鞝 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

鞝 ελληνικός ορισμός

shàng

  • to sole a shoe
  • also written 緔|绱[shang4]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά