韛
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            韛 ελληνικός ορισμός
        
            bài
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - 韛
bài
- 韛
