馏 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

馏 ελληνικός ορισμός

liú

  • to distill
  • to break a liquid substance up into components by boiling

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά