黠
黠 ελληνικός ορισμός
xiá
(phonetic)
- crafty
xiá
- crafty
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 侠 : ιπποτικός
- 匣 : box;
- 峡 : φαράγγι
- 暇 : leisure;
- 柙 : cage; pen; scabbard;
- 狎 : be intimate with;
- 狭 : στενός
- 瑕 : blemish; flaw in jade;
- 硖 : place name;
- 碬 : whetstone;
- 祫 : triennial sacrifice to ancestors;
- 舺 : boat; Taiwan pr. [jia3];
- 蕸 : water-lily leaves;
- 辖 : δικαιοδοσία
- 遐 : distant; long-lasting; to abandon;
- 霞 : σια
- 騢 : (horse);