上任 έννοια και προφορά

上任
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

上任 ελληνικός ορισμός

shàng rèn

  • αναλαμβάνω την εξουσία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shàng): επί
  • (rèn): ρεν