上网 έννοια και προφορά

上网
Απλοποιημένη λέξη
上網
Παραδοσιακή λέξη

上网 ελληνικός ορισμός

shàng wǎng

  • συνδέσου στο διαδίκτυο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shàng): επί
  • (wǎng): δίκτυο

Παραδείγματα ποινών με 上网

  • 我上网去看看新闻。
    Wǒ shàngwǎng qù kàn kàn xīnwén.