不得不 έννοια και προφορά

不得不
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

不得不 ελληνικός ορισμός

bù dé bù

  • πρέπει

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bù): μην
  • (dé): παίρνω

Παραδείγματα ποινών με 不得不

  • 任务还没完成,所以周末我们不得不加班。
    Rènwù hái méi wánchéng, suǒyǐ zhōumò wǒmen bùdé bù jiābān.