不得了 έννοια και προφορά

不得了
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

不得了 ελληνικός ορισμός

bù dé liǎo

  • τρομερός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bù): μην
  • (dé): παίρνω
  • (le): πάνω