不由得 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 不由得 ελληνικός ορισμός bù yóu de δεν μπορώ να βοηθήσω, αλλά HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 不 (bù): μην 由 (yóu): με 得 (dé): παίρνω