不由得
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
不由得 ελληνικός ορισμός
bù yóu de
- δεν μπορώ να βοηθήσω, αλλά
bù yóu de
- δεν μπορώ να βοηθήσω, αλλά