不耐烦
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        不耐煩
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                不耐烦 ελληνικός ορισμός
        
            bú nài fán
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - ανυπόμονος
bú nài fán
- ανυπόμονος
