世代 έννοια και προφορά

世代
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

世代 ελληνικός ορισμός

shì dài

  • γενιές

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shì): κόσμος
  • (dài): γενιά