业余 έννοια και προφορά

业余
Απλοποιημένη λέξη
業余
Παραδοσιακή λέξη

业余 ελληνικός ορισμός

yè yú

  • ερασιτέχνης

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yè): βιομηχανία
  • (yú): περισσότερο από