丰满 έννοια και προφορά

丰满
Απλοποιημένη λέξη
豐滿
Παραδοσιακή λέξη

丰满 ελληνικός ορισμός

fēng mǎn

  • γεμάτος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fēng): αφθονία
  • (mǎn): γεμάτος