了解 έννοια και προφορά

了解
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

了解 ελληνικός ορισμός

liǎo jiě

  • στην κατανόηση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (le): πάνω
  • (jiě): λύση

Παραδείγματα ποινών με 了解

  • 我对她了解得不多。
    Wǒ duì tā liǎojiě dé bù duō.
  • 我其实不太了解他。
    Wǒ qíshí bù tài liǎojiě tā.
  • 尽管我认识他很久了,但是并不了解。
    Jǐnguǎn wǒ rènshí tā hěnjiǔle, dànshì bìng bùliǎojiě.
  • 她最了解公司的情况了。
    Tā zuì liǎojiě gōngsī de qíngkuàngle.
  • 妈妈比任何人都了解我。
    Māmā bǐ rènhé rén dōu liǎojiě wǒ.