于是 έννοια και προφορά

于是
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

于是 ελληνικός ορισμός

yú shì

  • τότε

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yú): σε
  • (shì): ναί

Παραδείγματα ποινών με 于是

  • 我有事想问他,于是给他打了电话。
    Wǒ yǒushì xiǎng wèn tā, yúshì gěi tā dǎle diànhuà.