交通 έννοια και προφορά

交通
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

交通 ελληνικός ορισμός

jiāo tōng

  • κινηση στους δρομους

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jiāo): σταυρός
  • (tōng): διά μέσου

Παραδείγματα ποινών με 交通

  • 常用的交通工具有汽车、火车、飞机等。
    Chángyòng de jiāotōng gōngjù yǒu qìchē, huǒchē, fēijī děng.