人事 έννοια και προφορά

人事
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

人事 ελληνικός ορισμός

rén shì

  • προσωπικό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (rén): ανθρωποι
  • (shì): πράγμα