从事 έννοια και προφορά

从事
Απλοποιημένη λέξη
從事
Παραδοσιακή λέξη

从事 ελληνικός ορισμός

cóng shì

  • συμμετέχετε

HSK level


Χαρακτήρες

  • (cóng): από
  • (shì): πράγμα