代替 έννοια και προφορά

代替
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

代替 ελληνικός ορισμός

dài tì

  • αντι αυτου

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dài): γενιά
  • (tì): για