任命 έννοια και προφορά

任命
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

任命 ελληνικός ορισμός

rèn mìng

  • ραντεβού

HSK level


Χαρακτήρες

  • (rèn): ρεν
  • (mìng): ζωη