休息 έννοια και προφορά

休息
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

休息 ελληνικός ορισμός

xiū xi

  • υπόλοιπο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xiū): υπόλοιπο
  • (xī): ενδιαφέρον

Παραδείγματα ποινών με 休息

  • 看完报纸休息。
    Kàn wán bàozhǐ xiūxí.
  • 我想休息几分钟。
    Wǒ xiǎng xiūxí jǐ fēnzhōng.
  • 我累了,想休息。
    Wǒ lèile, xiǎng xiūxí.
  • 太累了,让我休息一下。
    Tài lèile, ràng wǒ xiūxí yīxià.
  • 请不要影响别人休息。
    Qǐng bùyào yǐngxiǎng biérén xiūxí.